απότομος

απότομος
η , ο [ος , ον ]
1) крутой, обрывистый;

απότομη ακτή — обрывистый берег;

2) резкий; внезапный;

απότομες κινήσεις — резкие движения;

απότομη στάση — а) внезапная, неожиданная остановка; — б) резкое торможение;

απότομη μεταβολή τού καιρού — резкая перемена погоды;

3) перен. резкий, грубый; оскорбительный;

απότομος άνθρωπος — грубый человек


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απότομος" в других словарях:

  • ἀπότομος — cut off masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απότομος — η, ο (AM ἀπότομος, ον) [αποτέμνω] 1. απόκρημνος 2. αιφνίδιος, ξαφνικός, βίαιος 3. μτφ. (για ανθρώπους ή ανθρώπινες εκδηλώσεις) τραχύς στη συμπεριφορά, ωμός αρχ. 1. αυστηρός, αδυσώπητος 2. σύντομος 3. απόλυτος, αυστηρά ακριβής …   Dictionary of Greek

  • απότομος — η, ο επίρρ. α 1. απόκρημνος: Στο μέρος εκείνο της παραλίας ορθώνονταν απότομα βράχια. 2. ξαφνικός, απροσδόκητος: Η κακοκαιρία ξέσπασε απότομα. 3. βίαιος, υβριστικός: Ήξερε πως ήταν άνθρωπος με τρόπους απότομους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποτομώτερον — ἀπότομος cut off masc acc comp sg ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc comp sg ἀπότομος cut off adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομώτατα — ἀπότομος cut off adverbial superl ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομώτατον — ἀπότομος cut off masc acc superl sg ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτόμως — ἀπότομος cut off adverbial ἀπότομος cut off masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπότομον — ἀπότομος cut off masc/fem acc sg ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομωτάταις — ἀπότομος cut off fem dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομωτάτην — ἀπότομος cut off fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομωτέρῳ — ἀπότομος cut off masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»